φαντασιοκόπημα

φαντασιοκόπημα
το, Ν
φαντασιοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιοκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαντασιοκόπημα — το, ατος φαντασιοκοπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”